- μασχάλας
- μασχάλᾱς , μασχάληarm-pitfem acc plμασχάλᾱς , μασχάληarm-pitfem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίπλευρος — ἐπίπλευρος, ον (Α) [πλευρόν] 1. πλάγιος, πλευρικός 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπίπλευρα τὰ παρὰ τοῑς μαστοῑς ὑπὸ τὰς μασχάλας» … Dictionary of Greek